- προπατορικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προπάτορες: Προπατορικό αμάρτημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προπατορικός — ή, ό / προπατορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προπάτωρ, ορος] 1. αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική κληρονομιά» β. «προπατορικόν αποτιννύων χρέος», Βαλσ.) 2. φρ. «προπατορικό(ν) αμάρτημα» ή «προπατορική αμαρτία»… … Dictionary of Greek
προγονικός — ή, ό / προγονικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόγονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προγόνους, πατρογονικός, προπατορικός (α. «προγονική δόξα» β. «προγονικαὶ κτήσεις», επιγρ.) 2. αυτός που προέρχεται από τους προγόνους, πατροπαράδοτος νεοελλ. συνεκδ … Dictionary of Greek
προγονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους προγόνους, ο προπατορικός: Προγονικά κτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)